- μεταβλητή
- Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλωθεί η ποσότητα, η οποία μπορεί να λαμβάνει διάφορες τιμές μέσα από ένα σύνολο τιμών. Για παράδειγμα, στην έκφραση f(x) = y, με x συμβολίζεται η μ. που παίρνει οποιαδήποτε τιμή από το πεδίο ορισμού της f και ονομάζεται ανεξάρτητη μ., ενώ με y συμβολίζεται η τιμή που προκύπτει ανάλογα με το x και ονομάζεται εξαρτημένη μ. Η μ. χαρακτηρίζεται από τη φύση των τιμών που μπορεί να δεχθεί. Αν το x παίρνει τιμές από το σύνολο των πραγματικών αριθμών ονομάζεται πραγματική μ., αν παίρνει τιμές από το σύνολο των ακεραίων, ακέραια κ.ο.κ. Στη στατιστική χαρακτηρίζεται ως απλή μ. κάθε ποσοτικός χαρακτήρας ή φαινόμενο που εκφράζεται από μια στατιστική διανομή. Ανάλογα με το αν σε μια σειρά, με τις διάφορες ποσοτικές αξίες συνδέονται συχνότητες ή πιθανότητες, διακρίνονται οι στατιστικές ή οι τυχαίες μ. και συμβολίζονται αντίστοιχα v.s.X και v.c.X. Ο ορισμός μεταβλητή αναφέρεται στο γεγονός ότι το φαινόμενο ή ο χαρακτήρας μεταβάλλεται, δηλαδή γενικά λαμβάνει περισσότερες τιμές. Η απλή v.s.(v.c.) μπορεί να είναι παροδική ή συνεχής, ανάλογα με το αν οι τιμές που προσλαμβάνει η ίδια η μ. είναι περιττός αριθμός ή όχι. Με την εισαγωγή της έννοιας της μ. κάθε στατιστική σειρά αντιμετωπίζεται ως μαθηματική συνάρτηση. Οι χαρακτηριστικές ποσότητες που, γενικά, καθορίζονται με μια v.s(v.c.) είναι ο αριθμητικός μέσος όρος και η μεταβολή, που εκφράζουν κρίση περί της σταθερότητας ή της μεταβλητότητας των αντίστοιχων κατανομών.
Dictionary of Greek. 2013.